καλοφτιάνω

καλοφτιάνω
καλοφτιάνω και καλοφκιάνω και καλοφτιάχνω καλόφτιασα, καλοφτιάχτηκα, καλοφτιαγμένος και καλοφτιασμένος, φτιάχνω κάτι καλά, μαστορεύω: Δε μου το 'χεις καλοφτιάξει το κοστούμι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”